Τριήμερη εκδρομή στο Καρπενήσι




Στις 5-6 και 7 Μαΐου θα πραγματοποιηθεί εκδρομή του ΣΤ' Κ.Α.Π.Η. στο Καρπενήσι - Παναγία Προυσιώτισσα - Λίμνη Κρεμαστών.


Τιμή συμμετοχής: 100 €.

Στην τιμή περιλαμβάνεται:

  • Το πούλμαν της μεταφοράς
  • 2 διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχείο Β' κατηγορίας
  • 2 πρωινά σε μπουφέ (αμερικάνικου τύπου)
  • Ξεναγήσεις-περιηγήσεις
  • Αρχηγός-Συνοδός
  • 2 φαγητά.

3 σχόλια:

  1. Εγώ, αυτός και η μαμά του
    Ο μύθος της κακιάς πεθεράς «στοιχειώνει» τις οικογενειακές σχέσεις
    ΡΕΠΟΡΤΑΖ:
    Μαρία Λίλαmlila@dolnet.gr
    ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

    «Η φουκαριάρα η μάνα» ανέθρεψε πολλές γενιές σύγχρονων Ελλήνων και χάραξε τον δρόμο, στον οποίο πάτησε η «κακιά πεθερά». Η φτώχεια στην προπολεμική και μεταπολεμική Ελλάδα άφησε πίσω της ερημωμένα χωριά, που τα συντηρούσαν κυρίως γυναίκες.

    Oι περισσότεροι άνδρες έφυγαν. Στρατός, δουλειά στις πόλεις εντός και εκτός συνόρων, σε εργοστάσια και καράβια άφησαν πίσω μάνες, αδελφές και κόρες. Οι αγροτικές δουλειές θεωρήθηκαν γυναικείες και ο μύθος της γυναίκας-αράχνης που πλέκει τον ιστό της σε κάθε σπίτι βρήκε ιδανική πρωταγωνίστρια την πεθερά, και σε δεύτερο ρόλο τη νύφη.

    «Η χειρότερη όλων είναι η χήρα πεθερά. Τις περισσότερες φορές γαντζώνεται στον γιο και η νύφη τραβάει όσα πέρασε η πεθερά της ως νύφη. Όταν μάλιστα μένουν στο ίδιο σπίτι, δεν αργεί να γίνει το κακό- από ψυχρότητα και κατάθλιψη μέχρι φονικό» λέει στα «ΝΕΑ» η κ. Νίκη Τάντση, συγγραφέας του βιβλίου «Επτά θανάσιμες πεθερές», που στηρίχτηκε ιδιαίτερα στα στερεότυπα για τις πεθερές και έδωσε την κεντρική ιδέα στην οποία βασίστηκε η πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά.

    «Ευτυχώς, νύφες και πεθερές συνήθως δεν μένουν πια μαζί. Στη δική μου γενιά ήταν κανόνας, ενώ υπήρχαν και πεθερές που έλεγαν: “Νύφη μου, όχι όπως τα περίμενες, αλλά όπως τα βρήκες”. Ο δεύτερος κανόνας- ο οποίος δυστυχώς δεν άλλαξε, όπως συνέβη με τον πρώτο- ήταν ότι οι πεθερές με τους γαμπρούς τα πάνε καλά και με τις νύφες στραβά», επισημαίνει η κ. Τάντση, η οποία ζει μόνιμα στην Αριδαία και είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός.

    «Έζησα τέσσερα χρόνια μαζί με την πεθερά μου», λέει η 80χρονη Ανίτα Μπαδράβου, που ζει στην Αθήνα. «Προτού γεννηθεί ο πρώτος μου γιος τα πράγματα ήταν δύσκολα. Στεκόταν αμίλητη, μονίμως στα μαύρα ντυμένη. Με τη γέννηση του εγγονού ένιωσε καλύτερα, εκείνη και εμείς. Αργότερα, όταν έγινα και εγώ πεθερά στα 56 μου, διαπίστωσα ότι οι αναφορές της νύφης μου για τα προτερήματα του άνδρα της- του γιου μου δηλαδή- αφορούσαν κατά κύριο λόγο τον πατέρα του, ενώ τα ελαττώματά του προέρχονταν, όλα, από τη μητέρα του!». «Η πεθερά πρέπει να εξετάζεται ως θεσμικός ρόλος και όχι ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας μιας γυναίκας», υποστηρίζει ο ψυχολόγος Δημοσθένης Παναγιώτου. «Καλείται να παίξει έναν κοινωνικό ρόλο, τον οποίο έχουν διαμορφώσει και επηρεάσει, μεταξύ των άλλων, κοινωνικά στερεότυπα».

    Η νύφη με το τσεκούρι
    Όπως δείχνει η εμπειρία, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ καλής και κακής πεθεράς κρίνεται συνήθως από τη διάθεσή της για συνεισφορά με ή χωρίς ανταλλάγματα. «Γνωρίζω πεθερά από τη Γερμανία που μπόρεσε και χώρισε τον γιο της επειδή δεν ήθελε τη νύφη. Τα κατάφερε από το τηλέφωνο», σημειώνει η κ. Τάντση. «Πριν από περίπου 40 χρόνια στην πόλη μας έγινε φονικό. Η νύφη σκότωσε την πεθερά με τσεκούρι και τον πεθερό που έτρεξε να επέμβει. Έλεγαν τότε ότι η πεθερά δεν έδινε φαγητό στη νύφη, ούτε καν για τα παιδιά της και εγγόνια του θύματος. Η γυναίκα που σκότωσε αποφυλακίστηκε και γύρισε πίσω, μισότρελη. Γύριζε στους δρόμους με ένα καρότσι, μαζεύοντας πεταμένα σκουπίδια» λέει.


    ΝΙΚΗ ΤΑΝΤΣΗ
    «Στη δική μου γενιά, υπήρχαν πεθερές που έλεγαν: “Νύφη μου, όχι όπως τα περίμενες, αλλά όπως τα βρήκες”»

    «Παιχνίδι εξουσίας»

    «ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑστερεότυπα και οι γυναικείες προσωπικότητες που καλούνται να ενταχθούν στον ρόλο της “πεθεράς”, συναντούνται ή συγκρούονται σε ένα μόνο σημείο, το οποίο και αποτελεί ειδοποιό παράγοντα διαμόρφωσης μιας “καλής” ή “κακής” πεθεράς. Το σημείο αυτό είναι η ύπαρξη κυριαρχικότητας και η πρόθεση- διάθεση άσκησής της στο οικείο περιβάλλον της, με σκοπό την ικανοποίηση

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. evrytan.gr
    Ιστορικά & δημογραφικά του Καρπενησίου

    Δ. Καρπενησίου
    Παρασκευή, 24 Απριλίου 2009


    Μια σύντομη παρουσίαση της πρωτεύουσας της Ευρυτανίας
    Ριζωμένο κάτω από τον όγκο του επιβλητικού Βελουχιού, το Καρπενήσι, πρωτεύουσα της Ευρυτανίας, αρχίζει να παίρνει την όψη σύγχρονης ζωντανής πόλης, διατηρώντας τα παλιά του στοιχεία του, παρά τις τρομερές δοκιμασίες και τις καταστροφές που το ερήμωσαν.
    Η ονομασία του Καρπενησιού, σύμφωνα με την πιο ισχυρή εκδοχή, προέρχεται από την κουτσοβλάχικη λέξη "c â r p i n i s i", που θα πει ζυγιοφυτεία, δηλαδή τόπος με πολλά σφεντάμια ή ψευτοπλατάνια και γαύρος, τα οποία φαίνεται ότι στην εποχή που εγκαταστάθηκαν στο Καρπενήσι οι Κουτσόβλαχοι, [11ος - 13ος αιώνας, όταν η περιοχή της Πίνδου – Αγράφων – Ευρυτανίας, ονομάστηκε "ʼνω Βλαχία"], ήταν άφθονα, ενώ ακόμα σήμερα συναντάμε αρκετά απ’ αυτά στις συνοικίες Αγ. Παρασκευή και Λαγκαδιά. (Αν η άποψη αυτή θεωρηθεί επικρατέστερη θα πρέπει η συλλαβή νη του Καρπενησιού να γράφεται με ι και όχι με η. Αυτή τη γραφή τη συναντάμε σε παλιότερα κείμενα και στο Γιάννη Βλαχογιάννη). Μια άλλη άποψη, επίσης αξιοπρόσεχτη, θεωρεί ότι η ονομασία της Ευρυτανικής πρωτεύουσας, προέρχεται από τις τούρκικες λέξεις καρ=χιόνι και μπενίς=επενδυτής, δηλαδή χιονόσκεπο, χιονοεπένδυτο. Αν και η αρχική του παρουσία δεν είναι γνωστή, εκτιμάται ότι το χτίσιμο της πόλης έγινε στη Βυζαντινή εποχή, ίσως τον 8ο αιώνα, οπότε μάλλον είχε άλλη ονομασία.

    Το Καρπενήσι, είναι χτισμένο σε υψόμετρο γύρω στα 1000 μ. και περιβάλλεται από πανύψηλα δασωμένα βουνά. Ελατιάδες παντού, όπου κι αν κοιτάξεις: πάνω του προστατευτικό το Βελούχι και τριγύρω του: ο μαυροπράσινος Κελανιάς, ο Κώνισκος, η Καλιακούδα, η Χελιδόνα και οι προεκτάσεις τους. Κι απ’ τις πλαγιές του Βελουχιού, Καραβάκι και Ρόβια, απλώνεται ως την κοιλάδα της πανέμορφης Ποταμιάς του Καρπενησιώτη, αλλά και ανατολικά, πέρα από του Καρά τ’ Ράχη, προς τον Ξεριά. Ιδεώδης μεριά για να συγκεντρωθούν παλιότερα οι αγροτοποιμένες των γύρω οικισμών: Μεσοχώρα, Μαγκλάνα, Μεσαμπελιά, Λυκούρεση και Πέτρα. Αρχικά, μαζεύτηκαν στην απάνεμη λαγκαδιά του «Χάραδρου», γύρω απ’ την Αγία Παρασκευή, (απωθώντας τους λατινόφωνους Βλάχους απ’ ολόκληρη την περιοχή).
    Η ακμή του Καρπενησιού αρχίζει από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αφού η γεωγραφική και στρατηγική του θέση βοήθησαν να αναδειχθεί τη μεταβυζαντινή εποχή σε πληθυσμιακό, διοικητικό, εμπορικό και πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Τα εκτεταμένα λιβάδια του Βελουχιού ήταν περιζήτητα για την κτηνοτροφία, ενώ η ποταμόλουστη εύφορη κοιλάδα του Καρπενησιώτη δημιουργούσε όλες τις προϋποθέσεις για γεωργική εκμετάλλευση. Έτσι, από θερινός οικισμός των τσελιγκάτων, εξελίχθηκε σε ζωντανή βιοτεχνική κωμόπολη, που αποτελούσε την κεντρική εμποροανταλλακτική αγορά για όλη την επαρχία. Εδώ λειτουργούσε μια εβδομαδιαία τακτική αγορά, και αναπτύχθηκαν κλάδοι της βιοτεχνίας, που είχαν άμεση σχέση με την κτηνοτροφία και τα τσελιγκάτα (υφαντική, καποραπτική, τσαρουχοποιία, σαγματοποιία, παραδοσιακή βυρσοδεψία, κουδουνοποιία, μαχαιροποιία). Μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. περίφημοι ήταν οι χαλκιάδες του Καρπενησιού, που μιλούσαν τη δική τους συνθηματική γλώσσα (τα "ντόρτικα"). (Η συνοικία που είχαν οι χαλκιάδες τα εργαστήριά τους, ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστή ως Γύφτικα, ενώ εκείνη των βυρσοδεψών ως Ταμπάκικα). Εκτός από τα καταστήματα τροφίμων, στο Καρπενήσι υπήρχαν κρασοπουλειά, χασάπικα, γαλατάδικα, καποτάδικα, φουστανελάδικα, φεσάδικα, χαλκωματάδικα, καλατζήδικα, ξυλουργεία, καθώς και καραβάν–σεράγια και χάνια για τους αγωγιάτες και τους εμπόρους. Οι περισσότεροι επαγγελματίες και τεχνίτες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, όπως κι οι ποιμένες της περιοχής σε τσελιγκάτα. (Υπήρχαν μικρές συντεχνίες ραφτών, μερτζάρηδων ή μικρέμπορων ειδών ραπτικής, τσαρτζήδων ή υφασματέμπορων, τακεντζήδων ή φεσάδων, σιδεράδων, αλμπάνηδων, σαμαράδων, μπακάληδων, γαλατάδων κ.ά.).
    Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί – (17ος αιώνας) – κάνει μια παραστατική περιγραφή του Καρπενησιού (Κερενπές), εκφράζοντας το θαυμασμό του γι’ αυτό, αν και τον ενοχλεί η απόσταση από τα άλλα κέντρα της εποχής, στο βιβλίο του: "Ταξίδι στην Ελλάδα": "Η πόλη ολόκληρη βρίσκεται μέσα στην εξοχή και στ’ αμπέλια […] και έχει πολυώροφα καλοχτισμένα αρχοντόσπιτα. Τα νερά της είναι κρυστάλλινα και υγιεινά και το κλίμα θαυμάσιο. Υπάρχουν δυο όμορφα χαμάμ (ομαδικά λουτρά), […] χάνια και τέσσερα μαγαζιά. Δεν έχει (οργανωμένη) σκεπαστή αγορά , αλλά μπορείς να βγεις όλα τα πολύτιμα εμπορεύματα στο παζάρι. Οι μπαχτσέδες (κήποι) και τα μποστάνια (περιβόλια) παράγουν αγγούρια και πολύ καλά κυδώνια. Οι ραγιάδες του Καρπενησιού έχουν ρωμέικη νοοτροπία: το σπίτι τους είναι φιλόξενο και το τραπέζι τους πάντα στρωμένο με άφθονα καλούδια και τρόφιμα. Οι περισσότεροι είναι έμποροι, με πάρε – δώσε τα λιμάνια της Ναυπάκτου και της ʼμφισσας…".


    Στη χαρτογραφία το Καρπενήσι, το συναντάμε πρώτα στη «χάρτα» του Ρήγα Βελεστινλή – Θετταλού (1797) και αργότερα στο χάρτη του Αγγλικού Ναυαρχείου (1830) κλπ.
    Στις αρχές του 19ου αι. ο Pouqueville μετράει στο Καρπενήσι 1000 οικογένειες, δηλαδή περί τους 5000 κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Τούρκοι. ( Όταν τον Ιούνιο του 1821 έγινε η πρώτη απελευθέρωση του Καρπενησιού, αναφέρονται 70 μόνο τούρκικες οικογένειες). Οι πιο πολλοί Αρβανίτες άρχισαν να αποσύρονται σιγά σιγά μετά από τ’ αλλεπάλληλα κύματα των επιδρομών του 1756, 1757, 1758 από το Καρπενήσι, τ’ ʼγραφα και το Πατρατζίκι. Δεν έλειψαν όμως τελείως ποτέ απ’ αυτόν τον τόπο.
    Στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας το Καρπενήσι υπαγόταν στον καζά (επαρχία) των Αγράφων. Αργότερα έγινε το ίδιο έδρα καζά. Στον κασαμπά (κωμόπολη) αυτόν συνέρχονταν οι αντιπρόσωποι από τρεις "ναχιγιέδες" (οι βιλαετλήδες) που μαζί με τους κασαμπαλήδες του Καρπενησίου εξέλεγαν τον κασαμπαλή της χρονιάς (αγιάν κασαμπαλή). (Δες και τα "Διοικητικά της Τουρκοκρατίας")
    Από το 17ο αι. το Καρπενήσι στάθηκε και ως εκκλησιαστικό κέντρο, αφού εδώ είχε την έδρα του ο Λογοθέτης κι αργότερα ο επίσκοπος "Λιτζάς και Αγράφων", (μέχρι το 1842 που πέθανε ο τελευταίος επίσκοπός της, Δοσίθεος ο Σοφαδίτης).
    Η ίδρυση ανώτερης Σχολής στο Καρπενήσι ανταποκρίνονταν προς τις κοινωνικές λειτουργίες της περιοχής. Ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός ανέδειξε την κωμόπολη σε μεγάλο πνευματικό κέντρο, ιδρύοντας εδώ την περίφημη Σχολή του, η οποία λειτούργησε από το 1645 ως το 1661, με μικρή μόνο διακοπή στα Ορλωφικά, αναδεικνύοντας πολυάριθμους δασκάλους και λογίους του Γένους. Οι Καρπενησιώτες, φιλοπρόοδοι και δραστήριοι έμποροι, βρήκαν στο πρόσωπο του Γιαννούλη τον κατάλληλο άνθρωπο για να δημιουργήσουν σοβαρή εκπαιδευτική κίνηση. Έτσι, τις οικονομικές δαπάνες για την ίδρυση και λειτουργία της Σχολής, καθώς και για τη συντήρηση και μίσθωση του δασκάλου, ανέλαβαν με προθυμία οι κάτοικοι της αυτοδιοικούμενης κοινότητας. Το 1645 άρχισε την ανακαίνιση εκ βάθρων του ναού της Αγίας Τριάδας, για τις ανάγκες της Σχολής. (Το Καρπενήσι και ο ναός καταστράφηκαν ίσως το 1684 - 1692 όταν οι Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία στη Στεφάνι (Γόλιανη) από το Λιβίνη. Τον επισκεύασε ή τον ξανάχτισε ο Γερακάρης το 1963. Νέα καταστροφή έπαθε το 1756 από τους επιδρομείς Αλβανούς, κατά τη "Χαλασιά του Καρπενησίου", τρίτη ίσως το 1758 και τέταρτη στις 20 Ιουνίου του 1821 από τα λυσσασμένα στίφη του Βελήμπεη. Υπήρχαν τότε σε λειτουργία κι άλλες τρεις εκκλησίες με σπουδαιότερη την "Παναγία").



    Ο θεσμός των στρατιωτικών φρουρών, γεννημένος από την ανάγκη για την καταπολέμηση της ληστείας και την επιβολή της τάξης, υπήρχε κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς σ’ όλη σχεδόν την οροσειρά της Πίνδου. Η τουρκοκρατία ενσωμάτωσε το θεσμό στο δικό της διοικητικό επαρχιακό σύστημα. Έτσι εμφανίζονται οι αρματολοί, έχοντας αρμοδιότητες ανάλογες με τους βυζαντινούς φρουρούς: φρούρηση διαβάσεων, πάταξη της ληστείας, τήρηση τάξης, αλλά και δημοσιονομικά καθήκοντα. Οι αρματολοί και τα μέλη των οικογενειών τους, εγγράφονται όχι ως ραγιάδες, αλλά ως ελεύθεροι και μη υπόχρεοι για την καταβολή φόρων. Τ’ αρματολίκι ως θεσμός διασφάλιζε ορισμένα δικαιώματα ημιανεξαρτησίας στους κατοίκους της περιοχής : τη συγκρότηση ένοπλης φρουράς, κάτι σαν πολιτοφυλακή για την τήρηση της τάξης, την καταβολή ορισμένων μόνο φόρων κι αυτών "κατ’ αποκοπήν", την απαλλαγή από αγγαρείες και την αναγνώριση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο Μωάμεθ ο Β΄, κατοχύρωσε μάλιστα τα προνόμια των Αγράφων με ειδικό φιρμάνι που φυλάσσονταν στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης.

    Έδρα αρματολικιού, επίσημα αναγνωρισμένο απ’ το Σουλτάνο, το Καρπενήσι, αποτελούσε καταφύγιο των κατατρεγμένων και φυτώριο των μεγάλων αγωνιστών του γένους, για να υποστεί γι’ αυτό την εκδικητική μανία των κατά καιρούς κατακτητών.
    Πολλοί, στο πέρασμα του χρόνου, ήταν εκείνοι που ανέλαβαν τη διοίκηση του αρματολικιού του Καρπενησίου. Ανάμεσα σ’ αυτούς, εκείνοι που διακρίθηκαν και που αποθανατίστηκαν από τη λαϊκή μούσα, ήταν ο Λιβίνης και ο Κώστας Καφρίτσας. Ο τελευταίος, επειδή δεν αναγνώρισε ως Ντερβέν Ναζίρη, τον Αλή πασά στα 1780, πιάστηκε – μετά από μάχη που έδωσε, κλεισμένος μέσα σ’ ένα σπίτι του Καρπενησιού – και γδάρθηκε ζωντανός, από τον Γιουσούφ Αράπη. Να πως περιγράφει το δημοτικό το μαρτυρικό του θάνατο:

    «Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά στην Καλιακούδα,
    Τόνα τηράει την Ποταμιά, τ’ άλλο το Καρπενήσι,
    Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέγει:
    "Σήκω Κώστα μ’ να φύγομε κι απόλνα και τους Βλάχους".
    "Όσο ’ν’ ο Κώστας ζωντανός, παρέκει που διαβαίνει".
    Το καραούλι φώναξε τ’ απάνω και το κάτω.
    Πολλή μαυρίλα έρχεται από το Καρπενήσι.
    Μην’ είν’ ο Μπουχουρντάραγας μ’ αυτούς τους Γιουλντασαίους;
    "Πουλί μου πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
    Μην έρχεσαι από τ’ ʼγραφα κι από το Καρπενήσι ;"
    "Δεν έρχομ’ από τ’ ʼγραφα ούτ’ απ’ το Καρπενήσι.
    Μον’ έρχομ’ από τη Μηλιά κι από τα Βλαχοχώρια".
    "Μην είδες τον ‘Ρογόπουλο και τον ‘Ρογοθανάση ;"
    "Δεν είδα τον ‘Ρογόπουλο μήτε ‘Ρογοθανάση,
    Τον μπαϊραχτάρ’ αντάμωσα μέσα στους Γιουτασαίους
    Και τούπα χαιρετίσματα για νάρθει να σας βγάλει".
    Του πιάνουν πέντε ζωντανούς και πέντε σκοτωμένους.
    Τον Κώστα τον ελάβωσαν ανάμεσα σταις πλάτες.
    Κι εκείνος δεν εστάθηκε και στον παπά πηγαίνει.
    Και ο παπάς τον γέλασε και απιστιά του κάνει.
    Η κλεφτουριά περπάταε και περπατεί και κλαίγει.
    Χαλεύουν για τον Κωσταντή, τον Κώστα τον Καφρίτσα :
    "Κύριέ μου τι να γίνηκε τούτο το καλοκαίρι,
    Να χαρατσώσει τα χωριά κι αυτό το Καρπενήσι"...»



    Όμως κι άλλο δημοτικό μας τραγούδι μιλάει για το χαμό του Κώστα Καφρίτσα:

    «Αηκώ τα δέντρα να βογγούν και τις οξιές ναντρίζουν.
    Και τα λημέρια των κλεφτών, να βαριαναστενάζουν.
    Τ’ έχετ’ οξιές και χλίβεστε, λημέρια και βογγάτε;
    Εχάσατε την κλεφτουριά και τον λεβέντη Κώστα...»


    Εδώ στο Καρπενήσι, έγινε στα 1805 ένα "Κλεφταρματολικό Συνέδριο", που είχε σα σκοπό τη συστηματική αντίδραση κατά του Αλή πασά, και στο οποίο πρωτοστάτησε ο Καρπενησιώτης Δημήτρης Παλαιόπουλος. Επίσης, αυτός ο Παλαιόπουλος, μαζί με το Βλαχάβα, ήταν οι πυρήνες της μεγάλης εκείνης συνωμοσίας των αρματολών κατά του Αλή πασά στα 1806. Κατά τον Τ. Κανδηλώρο ("Φιλική Εταιρία, 1814-1821", εκδ. 1926), ο οπλαρχηγός στο Καρπενήσι Δημήτρης Παλαιόπουλος, αλληλογραφούσε με το Μεγάλο Ναπολέοντα. Καταδιώχτηκε από τον Αλή πασά κι έφυγε για τη Ρωσία όπου παρουσιάσθηκε στον Τσάρο και του εξέθεσε την κατάσταση στην Ελλάδα. Επιστρέφοντας έπεσε από την άμαξα ενώ περνούσε στη Βλαχία και σκοτώθηκε. Ήταν γιος του Γιαννάκη Παλαιόπουλου, που σκότωσαν οι Τούρκοι στα 1750 με τη σύμπραξη των δημογερόντων (βλ. "Νέος Ελληνομνήμων", Τόμ. 7) και περιγράφει το δημοτικό:

    Ήταν η μέρα βροχερή κ’ η νύχτα χιονισμένη,
    Όντας εβάλαν τη βουλή τα δώδεκα πρωτάτα,
    Να κόψουν τον Παληόπουλο, το δόλιο το Γιαννάκη.
    Δυο παλικάρια στείλανε να παν να τον καλέσουν
    Κ’ επήγαν και τον εύρηκαν με τον καφέ στο χέρι.
    — Σε θέλουν, κυρ Γιαννάκη μου, σε θέλουν οι γερόντοι,
    Σε θέλουν και οι μπέηδες και οι κοτσαμπασήδες.
    — Παιδιά, διαβείτε σεις μπροστά, κι εγώ έρχομαι κατόπι".
    Τ’ άλογο του σελώσανε, πηδάει καβαλικεύει,
    Κ’ εκίνησε κ’ επήγαινε σαν άγγελος γραμμένος.
    — Πολλά τα έτη μπέηδες, κι εσείς, κοτσαμπασήδες".
    — Καλώς τον τόν Παληόπουλο, καλώς τον κυρ Γιαννάκη".
    Εκεί που καλοκάθησε κ’ εκεί που χαιρετούσε,
    Εμπήκ’ ένας σκυλάραπας, και με το γιαταγάνι
    Λιανά λιανά τον έκοψεν εμπρός εις τα πρωτάτα.
    Κ’ η γλώσσα του αηδονολαλεί και θλιβερά φωνάζει:
    "Που είστε, φίλοι κ’ εδικοί, αδέρφια και ξαδέρφια!
    Τούρκον να μη πιστέψητε, τ’ είν’ ανεμπιστεμένος.
    Ο Τούρκος είναι πονηρός, κ’ αλλοιά που τον πιστεύει".





    Ξεχωριστή λοιπόν, στρατηγική σημασία για την Κεντρική Ρούμελη είχε το Καρπενήσι. Οι Τούρκοι το κρατούσαν γερά. Εκτός από τις στρατιωτικές δυνάμεις, έμεναν μόνιμα εδώ και αρκετές τούρκικες οικογένειες, που είχαν τα σπίτια τους ανάμεσα στα ελληνικά. Και την ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού, το Καρπενήσι, προπύργιο της στρατιωτικής επιβολής των Τούρκων στην ορεινή μας περιοχή, ήταν συνδεδεμένο με το γόητρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έπρεπε, λοιπόν, ν’ απελευθερωθεί... Οι Τούρκοι όμως το κρατούσαν γερά. Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί Γιολδασαίοι, Κατσικογιανναίοι, Ι. Μπράσκας κι άλλοι μικροκαπεταναίοι έπιασαν θέσεις γύρω στο Καρπενήσι, το απέκλεισαν κι άρχισαν να το πολιορκούν στις 4 του Ιούνη 1821. Ο αγώνας ήταν αμφίρροπος, με τους Έλληνες πότε να νικούν πότε να ηττώνται. (Λένε μάλιστα, πως επειδή οι Έλληνες δεν είχαν άλλα όπλα, εκτός απ’ τα καριοφίλια και τα γιαταγάνια τους, έφτιαξαν ένα αυτοσχέδιο κανόνι από ξύλο γκορτιάς , που όμως αχρηστεύτηκε αμέσως. Στη συνέχεια, έριχναν στα σπίτια που ήταν ταμπουρωμένοι οι Τούρκοι, πυρακτωμένα αυτοσχέδια βέλη). Μετά από μεγάλη πολεμική προσπάθεια την νύχτα της 7ης Ιουλίου, οι τούρκικές οικογένειες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Καρπενήσι. Στις 19 Ιουνίου όμως, μετά από το θάνατο του Σπύρου Κατσικογιάννη στο διάσελο των Καγκελιών, στη μάχη με τους Τούρκους του Βελήμπεη που έρχονταν για ενίσχυση των πολιορκημένων, οι υπόλοιποι ντόπιοι οπλαρχηγοί υποχώρησαν προς τη Μπιάρα. Λύθηκε έτσι και η πολιορκία της πόλης, που στοίχισε το κάψιμο για άλλη μια φορά του Καρπενησιού, αλλά και των κοντινών χωριών Γοριανάδες, Κορυσχάδες, Βούτυρο και των μοναστηριών της Μεσαμπελιάς και των Κουμασιών.
    Πρέπει βέβαια να μνημονεύσουμε για τη δράση του στην περιοχή και τον ήρωα του αγώνα Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος έπεσε ηρωικά στη μάχη του Κεφαλόβρυσου τον Αύγουστο του 1823. Ολόκληρη η αγωνιζόμενη Ελλάδα θρήνησε για το χαμό του.
    Και οι Τούρκοι, συνέχισαν σχεδόν ανενόχλητοι, λόγω και της διαμάχης των Ελλήνων οπλαρχηγών, να λεηλατούν τη Ρούμελη και φυσικά και δική μας περιοχή, την οποία ανέλαβε το 1825 να καθαρίσει από αυτούς ο Καραϊσκάκης που δυστυχώς σκοτώθηκε λίγο καιρό αργότερα. Ο θάνατός του, έδωσε στους Τούρκους την ευκαιρία να καταλάβουν ξανά την περιοχή.
    Πολύπαθο το Καρπενήσι. Γνώρισε απανωτές περιπέτειες κι ολοκληρωτικές καταστροφές από Τούρκους κι Αρβανίτες. Απελευθερώθηκε, όπως είπαμε, για λίγο το 1821 και οριστικά στις 23 Νοεμβρίου 1828, συνεχίζοντας την πορεία του, με πολλούς αγώνες και κακές εμπειρίες μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. (Περισσότερα στη σελίδα "Η επανάσταση στην Ευρυτανία").

    Ο 20ος αιώνας, αν και πιο ήρεμος από τον προηγούμενο, επιφύλαξε πολλά δεινά για την Ελλάδα όπως ο Α΄ και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι κάτοικοι της περιοχής μας, όπως και οι άλλοι Έλληνες πήραν μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και στον πόλεμο με τους Γερμανούς, υποστήκανε την κατοχή, αλλά, γρήγορα έλαβαν μέρος στην αντίσταση με σκοπό να διώξουν τους κατακτητές από τη χώρα μας.
    Η ένοπλη Εθνική Αντίσταση γεννήθηκε εδώ την άνοιξη του 1942. Την έφερε και την στερέωσε ο ίδιος ο ʼρης, που τιμώντας τον τόπο, το περήφανο Βελούχι, πρόσθεσε στο επαναστατικό του όνομα το επίθετο Βελουχιώτης. Ο ʼρης πρωτοήρθε στα μέρη του Τυμφρηστού στις αρχές Ιουνίου του 1942. Η αντιστασιακή οργάνωση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.) είχε κιόλας στήσει την πρώτη του "Περιφερειακή Επιτροπή Φθιωτιδοφωκίδας – Ευρυτανίας", όπως ήταν ο τίτλος της. Στις αρχές του 1942 οι οργανώσεις του Ε.Α.Μ. άρχισαν να απλώνονται με συνωμοτικά μέτρα και πολλή προσοχή στα γύρω χωριά. Πρόσωπα με δημοκρατική συνείδηση και ιστορία, αγρότες και υπάλληλοι, προπάντων οι δάσκαλοι, εγκολπώνονται με ενθουσιασμό το κήρυγμα της Εθνικής Αντίστασης. Την Κυριακή 7 Ιουνίου 1942, έγινε η πρώτη επίσημη εμφάνιση του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον αρχηγό ʼρη στην Δομνίστα της Ευρυτανίας. Δουλειά τους ήταν να χτυπούν τους Γερμανοϊταλούς και να οργανώνουν σαμποτάζ.
    Μ’ αυτούς τους διαρκείς αγώνες κατάφεραν να διώξουν τους Γερμανούς και να απελευθερώσουν την Ελλάδα. Το Καρπενήσι γίνεται η πρωτεύουσα της Ελεύθερης Ελλάδας.

    Οι δοκιμασίες όμως για τον πολύπαθο τόπο μας δεν σταματούν εδώ. Λίγο αργότερα, όταν οι μεγάλες όμως δυνάμεις άρχισαν να εμπλέκονται πάλι στα εσωτερικά της χώρας μας και δημιουργώντας το κατάλληλο έδαφος για τον εμφύλιο πόλεμο, οι βουνοπλαγιές, οι χαράδρες, οι ραχούλες, τα στενά περάσματα γίνονται τώρα τόποι αδελφοκτόνων συγκρούσεων.
    Η περιοχή του Τυμφρηστού και της Ευρυτανίας βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο των ιστορικών γεγονότων. Στις αρχές Μαρτίου 1947, το αρχηγείο Ρούμελης του Δημοκρατικού Στρατού εγκαθίσταται στο δάσος κάτω από το Πυργάκι Αη Λιά Νεοχωρίου και ετοιμάζει επίθεση εναντίον του Καρπενησίου, που είναι μεγάλο διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της περιοχής. Το Σεπτέμβριο του 1947 ο Κυβερνητικός Στρατός οργανώνει νέες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη με το όνομα "Λαίλαψ". Η κίνηση του Κυβερνητικού Στρατού υποχρέωσε τους αντάρτες να στραφούν προς τη βόρεια Ελλάδα, αλλά σε λίγο, με μια αντίστροφη πορεία βρίσκονται και πάλι γύρω απ’ το Καρπενήσι, πιάνοντας θέσεις. Στις 20 Ιανουαρίου 1949 έγινε η επίθεση και οι αντάρτες καταλαμβάνουν για 18 ημέρες το Καρπενήσι. Ευτυχώς λίγους μήνες αργότερα, μέσα στο 1949, τελειώνει ο εμφύλιος, του οποίου οι καταστροφές ήταν πραγματικά ανυπολόγιστες για τον τόπο μας. Και το τίμημα που πλήρωσε τεράστιο…



    Διοικητικά της Τουρκοκρατίας
    Διοικητές – Τίτλοι

    Εγιαλέτι = περιφέρεια
    Σαντζάκι = ευρεία περιφέρεια, νομός
    Καζάς = επαρχία (νομού)
    Ναχαγιές = δήμος
    Κασαπάς = κωμόπολη Περιφέρειας (Εγιαλέτι) = πασάς
    Νομού (Σαντζάκι) = σαντζάκμπεης
    Επαρχίας (Καζάς) = σούμπασης – καδής
    βοεβόδας – καϊμακάμης
    Δήμου (Ναχαγιές) = σούμπασης



    Copyright © 2007 evrytan.gr Τελευταία ενημέρωση : 06/05/07

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι κρύβει το Καραμπουρνάκι

    Ελάχιστα βήματα έχουν γίνει μέχρι σήμερα για τη μετατροπή του χώρου με τις αρχαιότητες σε πνεύμονα πρασίνου και νησίδα πολιτισμού.


    Γράφει ο Μιχάλης Α. Τιβέριος, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, διευθυντής των πανεπιστημιακών ανασκαφών στο Καραμπουρνάκι
    Την πρόταση που έκανε το 1994 η τότε προϊσταμένη της ΙΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης αείμνηστη Ι. Βοκοτοπούλου, να αναλάβει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο την ανασκαφική έρευνα του αρχαίου οικισμού που βρίσκεται εντός του τέως στρατοπέδου Κόδρα, στο Καραμπουρνάκι, τη δεχτήκαμε για δυο λόγους. Πρώτον, με τον αρχαιολογικό αυτόν χώρο το πανεπιστήμιο μας έχει έναν ιδιαίτερο δεσμό. Πιο συγκεκριμένα το 1930 αρκετοί από τους πρώτους του φοιτητές εδώ πρωτογνώρισαν την ανασκαφική εργασία με την καθοδήγηση του τότε καθηγητή της Αρχαιολογίας Κ. Ρωμαίου. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την ποιότητα της ζωής των κατοίκων όχι μόνον της Καλαμαριάς αλλά ολόκληρης της Θεσσαλονίκης. Θεωρήσαμε δηλαδή ότι φέροντας στο φως τις αρχαιότητες θα αποθαρρύναμε όσους εποφθαλμιούν την οικοπεδοποίηση αυτής της προνομιούχου περιοχής, η οποία για λόγους τυχαίους, ανήκει, κατά ένα τουλάχιστον πολύ μεγάλο τμήμα της, στο ελληνικό δημόσιο. Η παρουσία των αρχαιοτήτων θα διευκόλυνε τη μετατροπή του όλου χώρου σε μεγάλο πνεύμονα πρασίνου, όπως και σε νησίδα πολιτισμού, με εκμετάλλευση και των υπαρχόντων στρατιωτικών κτιρίων που από μόνα τους παρουσιάζουν επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιστορικό και αρχιτεκτονικό. Αυτά, αφού επισκευαστούν και ανακαινιστούν, μπορούν να φιλοξενήσουν διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες. Προς την κατεύθυνση αυτή, που θα είναι πολλαπλώς ωφέλιμη για όλους τους Θεσσαλονικείς, δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτε ως σήμερα. Αντίθετα έχουν γίνει προσπάθειες να οικοδομηθεί ο χώρος αυτός. Αν αυτές δεν έχουν ευοδωθεί ακόμη, αυτό οφείλεται, κατά ένα σημαντικό μέρος, στη θαυμαστή επιμονή που επιδεικνύουν ορισμένοι κάτοικοι της περιοχής που, με δικά τους μέσα, αγωνίζονται για τη νομιμότητα και για το καλώς νοούμενο κοινό συμφέρον.
    ΑΡΧΑΪΚΑ ΙΧΝΗ
    Ο αρχαίος οικισμός στο Μικρό Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης, που βρίσκεται στην κορυφή χαμηλού λόφου (τούμπας), ερευνάται από το 1994 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Κάθε χρόνο στις ανασκαφές αυτές, που διεξάγονται υπό τη διεύθυνσή μου και με την άμεση συνεργασία της επίκουρης καθηγήτριας Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Ελένης Μανακίδου και της ερευνήτριας Β’ βαθμίδας του Ινστιτούτου Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας Ξάνθης, Δέσποινας Τσιαφάκη, συμμετέχουν πολλοί προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές του πανεπιστημίου μας αλλά και από άλλα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού . Δυστυχώς η συνεχής χρήση του χώρου για στρατιωτικούς σκοπούς, ήδη από την εποχή της τουρκοκρατίας, με τις κάθε λογής σχετικές εγκαταστάσεις (π.χ. οχυρώσεις) και δραστηριότητες (π.χ. ενταφιασμοί αλόγων μονάδων του ιππικού), είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη διατάραξη των αρχαίων στρωμάτων αλλά και την εξαφάνιση κάποιων εξ αυτών. Έως σήμερα έχουν έλθει στο φως ποικίλα οικοδομικά λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία φαίνεται να ανήκουν στους αρχαϊκούς χρόνους, ενώ δεν λείπουν και κατάλοιπα από τη σύγχρονη εποχή. Ως επί το πλείστον διασώζονται λίθινες υποθεμελιώσεις οικιών που ανήκουν σε δύο φάσεις: η παλιότερη χρονολογείται γύρω στα μέσα του 6ου αι. και η νεότερη πιθανόν στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Έχουν αποκαλυφθεί ορθογώνια δωμάτια εντός των οποίων βρέθηκαν κεραμική, υφαντικά βάρη, μυλόπετρες και τριπτήρες. Ορισμένοι από τους χώρους αυτούς σαφώς χρησίμευαν ως αποθηκευτικοί, όπως μας βεβαιώνουν τα πιθάρια και οι εμπορικοί αμφορείς που ήλθαν εδώ στο φως εδώ.
    "ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ" ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΞΕΙΝΟ ΠΟΝΤΟ
    Ως οικιακοί χώροι, χωρίς να αποκλείεται και η παράλληλη χρήση τους για αποθηκευτικές ή εργαστηριακές ανάγκες, θα πρέπει να ερμηνευθούν και ορισμένα ημιυπόγεια, κυψελόμορφα και σπανιότερα ορθογώνια δωμάτια, λαξευμένα μέσα στο φυσικό έδαφος. Η ανωδομή τους, πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, συνεχιζόταν με λίθους και πλίνθους. Οι κατασκευές αυτές είναι παλιότερες από τις υπέργειες, χρονολογούνται στον 7ο αι. π.Χ. αν όχι και παλιότερα, ενώ δεν αποκλείεται κάποιες απ’ αυτές να χρησιμοποιήθηκαν και κατά τις νεότερες φάσεις του οικισμού. Παρόμοιες κατασκευές, που σε ορισμένες περιοχές ονομάζονταν “άργελλαι” (“άργιλαι” ή “αργίλαι”), είναι γνωστές και από αλλού, ιδιαίτερα από τις βόρειες περιοχές του Ευξείνου Πόντου. Στον οικισμό έχουν βρεθεί μεγάλες ποσότητες εισαγμένης και ντόπιας κεραμικής. Η πρώτη προέρχεται από τα σημαντικότερα κεραμικά κέντρα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, όπως π.χ. της Εύβοιας, Αττικής, Κορινθίας, της Ανατολικής Ελλάδας (από Χίο, Σάμο, ΒΑ Αιγαίο και από πόλεις της Μικράς Ασίας), της Λακωνίας. Το μεγαλύτερο μέρος της κεραμικής αυτής χρονολογείται στην αρχαϊκή εποχή, δηλαδή κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ., ωστόσο ένα μέρος της ανήκει στην παλιότερη γεωμετρική εποχή και ένα άλλο στη νεότερη κλασική. Από την κεραμική των αρχαϊκών χρόνων ξεχωρίζει αυτή της Ανατολικής Ελλάδας, της Κορίνθου, της Αθήνας, ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και σε ορισμένα κυπριακά-φοινικικά αγγεία. Στον 5ο αι. π.Χ. κυριαρχούν τα αττικά ερυθρόμορφα και μελαμβαφή αγγεία, που συχνά διακρίνονται για την ποιότητά τους. Πολυάριθμες όσο και ενδιαφέρουσες είναι και οι κατηγορίες της “ντόπιας” κεραμικής που χρονολογούνται από την ύστερη Εποχή του Χαλκού (12ος-11ος αι. π.Χ.) ως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Στους αρχαϊκούς χρόνους ξεχωρίζουν ποσοτικά μεγάλες οινοχόες συχνά με ταινιωτή διακόσμηση, ορισμένα άλλα σχήματα που φέρουν και εικονιστικές παραστάσεις, ενώ μεγάλες είναι οι ποσότητες της λεγόμενης “ωοκέλυφης, ερυθροβαφούς” κεραμικής που κατασκευαζόταν στον οικισμό. Πρόκειται κυρίως για συμποσιακά σκεύη, ανάμεσα στα οποία κυριαρχεί το σχήμα της άποδης κύλικας.
    ΛΑΔΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
    Οι ανασκαφικές εργασίες στο Καραμπουρνάκι έχουν φέρει στο φως και μεγάλο αριθμό εμπορικών οξυπύθμενων αμφορέων διαφόρων εργαστηρίων του αρχαίου κόσμου, με τους οποίους γινόταν η μεταφορά προϊόντων, κυρίως υγρών αλλά και στερεών. Στο λιμάνι του αρχαίου οικισμού έφταναν στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια μεγάλες ποσότητες κρασιού κυρίως από τη Χίο, τη Μένδη, από πόλεις της Μικράς Ασίας (π.χ. από τις Κλαζομενές ή τη Μίλητο), από τη Λέσβο και από αλλού. Το λάδι προερχόταν κυρίως από την Αθήνα, την Κόρινθο και τη Σάμο. Πάνω σε έναν εμπορικό αθηναϊκό αμφορέα διαβάζουμε το όνομα Καλ(λ)ίας. Πολύ πιθανόν πρόκειται για έναν Αθηναίο ελαιοπαραγωγό, του οποίου το προϊόν έφθασε στις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι. π.Χ. στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου. Ιδιαίτερα αισθητή είναι και η παρουσία ενός “ντόπιου” εμπορικού αμφορέα που κατασκευαζόταν, κατά τους γεωμετρικούς χρόνους (9ος-8ος αι. π.Χ.), πιθανότατα σε περιοχές του Θερμαϊκού κόλπου. Δεν αποκλείεται ο αμφορέας αυτός να χρησιμοποιείτο για την προώθηση εγχώριου κρασιού, αφού σε διάφορα μέρη της γύρω περιοχής, ανάμεσα στα οποία και στο Καραμπουρνάκι, έχουν προκύψει ενδείξεις για παραγωγή χυμού από σταφύλια. Από τα υπόλοιπα ευρήματα αναφέρουμε πήλινες και λίθινες μήτρες που χρησίμευαν για την κατασκευή κοσμημάτων, έναν μικρό αριθμό από χρυσά και χάλκινα κοσμήματα, ενώ πρόσφατα ήλθε στο φως και ένα εργαστήριο επεξεργασίας σιδήρου.
    ΚΕΝΤΡΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
    Όλα τα παραπάνω ευρήματα μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι στον αρχαίο οικισμό που ερευνούμε είχαμε μια έντονη εμπορική δραστηριότητα ιδιαίτερα μάλιστα κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Ο οικισμός αυτός φαίνεται να ήταν το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, καθώς διέθετε και το μοναδικό λιμάνι της περιοχής κατά τους χρόνους αυτούς. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα παρατηρείται μια έντονη παρουσία εμπόρων από την Ανατολική Ελλάδα, αλλά και από άλλες περιοχές του αρχαίου κόσμου, πιθανόν ακόμη και από την Καρία και την Αν. Μεσόγειο, όπως μας βεβαιώνει η ανεύρεση μιας καρικής επιγραφής και κυπρο-φοινικικής κεραμικής. Με βάση σχετικές γραπτές μαρτυρίες και τα δεδομένα των μέχρι σήμερα ανασκαφικών μας ερευνών, το αρχαίο πόλισμα στο Καραμπουρνάκι, που ιδρύθηκε γύρω στα 1100 π.Χ., πρέπει να αποτελούσε τμήμα της αρχαίας Θέρμης, της σημαντικότερης πόλης στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, πριν την ίδρυση της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για πόλη που πρέπει να ήταν κτισμένη κωμηδόν, αποτελείτο δηλαδή από διάφορους οικισμούς που ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της περιοχής. Οι ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι, που τα τελευταία χρόνια χρηματοδοτούνται από το υπουργείο Μακεδονίας και Θράκης και από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, διευκολύνθηκαν σημαντικά το 1997, όταν η ανασκαφική ομάδα εγκαταστάθηκε στο εγκαταλελειμμένο Κτηνιατρείο του τέως στρατοπέδου Κόδρα -βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με τον αρχαίο οικισμό-, που μας παραχώρησε η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου και επισκεύασε το ΑΠΘ. Τέλος, αναφέρουμε ότι σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας Ξάνθης έχει ξεκινήσει η ψηφιοποίηση της ανασκαφής με τη δημιουργία μιας πολυμεσικής βάσης δεδομένων, με δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο (Ιnternet).

    Απρ 26, 2009




    copyright © 2007






    live09.jpg
    17 K Προβολή Λήψη αρχείου

    ΑπάντησηΔιαγραφή